Η κοινωνικοπολιτική ιδεολογία του διαφωτισμού συνάπτεται με τον αθεϊσμό στις δυο εκδοχές της, τον αστικό φιλελευθερισμό με κύριο εκπρόσωπο τον Κόντ (A. Comte, 1798-1857) και τον σοσιαλισμό με πρωταγωνιστή τον Μάρξ.[1] Ο Μάρξ «ήταν ένας φανατικός άθεος»[2] που σε καμία περίπτωση δεν έδηξε θρησκευτική αδιαφορία. Ο Μάρξ προσάρμοσε την σύλληψη του Φώϋερμπαχ για την θρησκεία στην κοινωνική ζωή και υποστήριξε ότι ο λόγος που οι άνθρωποι χρειάζονταν την θρησκεία ήταν ότι τελούσαν σε συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής αλλοτρίωσης και ότι όταν θα έρχονταν η σοσιαλιστική επανάσταση, τότε δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για θρησκείες. Απλώς αυτές θα εξαφανιζόντουσαν με φυσικό τρόπο.[3]
Η βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής για τον Μαρξ είναι ότι «ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο…Ο αγώνας ενάντια στην θρησκεία είναι ο αγώνας ενάντια σ’ αυτό τον κόσμο, που το πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία»[4] Στον Μάρξ βλέπουμε να αποκρυσταλλώνετε ο υλισμός και αντιθρησκευτική κριτική του Επίκουρου, τον οποίο ο Μάρξ είχε μελετήσει σε βάθος όπως δείχνει και η διδακτορική διατριβή του «Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» που αναλύει ακριβώς τις διάφορες ανάμεσα στην φιλοσοφία του Δημόκριτου και Επίκουρου. Ο γενικός γραμματέας του ΣΕΚΕ(Κ)[5] Γιάννης[6] Κορδάτος (1891–1961) γράφει σχετικά με τις απόψεις των Μάρξ και Ένγκελς: «Οι δυο μεγάλοι διδάσκαλοι του κομμουνισμού δεν πλάθουν, όπως οι πριν απ’ αυτούς υλιστές και μερικοί άλλοι, ύστερα απ’ αυτούς, ουτοπικές ιδέες για την κατάργηση της θρησκείας με μερικά κηρύγματα αντιθρησκευτικά… [αλλά πιστεύουν ότι] Η θρησκεία θα πάει από φυσικό θάνατο, θα σβήσει, μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία όταν μέσα σ’ αυτή την κοινωνία δε θα υπάρχουν κυβερνήτες και κυβερνώμενοι, όταν δε θα υπάρχουν τάξεις.»[7] Στην συνεχεία ο Λένιν (Lenin, 1870-1924) όξυνε τις αντιθρησκευτικές αιχμές του Μαρξ, κάνοντας πια λόγο για τη θρησκεία σαν το «όπιο για το λαό» (αντί του μαρξικού «όπιου του λαού»), και σε αντίθεση με τις απόψεις του Μαρξ περί φυσικού θανάτου έθεσε σε εφαρμογή διάφορα μετρά που αποσκοπούσαν στο ξερίζωμα των θρησκευτικών πεποιθήσεων μέσω της παρατεταμένης χρήσης βίας που είχε ως αποτέλεσμα μια από της μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Λένιν μισούσε θανάσιμα την θρησκεία και ήταν εκ πεποιθήσεως άθεος, στα κείμενα διετύπωσε ακραίες φράσεις σαν την ακόλουθη: «Κάθε θεότητα είναι χώρος ακολασίας μ’ ένα πτώμα». Οι ορισμοί του για τη θρησκεία ήταν μάλλον δημαγωγικοί παρά επιστημονικοί: «Η θρησκεία είναι μια από τις πλευρές της πνευματικής καταπίεσης που βαραίνει τις λαϊκές μάζες τις συντριμμένες από την αιώνια εργασία προς όφελος των άλλων, από τον καταναγκασμό και την απομόνωση» ή αλλού «Η θρησκεία, είναι για το πνεύμα ένα δυνατό κρασί με το οποίο οι σκλάβοι του καπιταλισμού πνίγουν την ανθρώπινη τους μορφή, την ανάταση τους για μια οποιαδήποτε μορφή αξιοπρεπέστερης ζωής.»[8] Το κουμμουνιστικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης στα 70 χρόνια διακυβέρνησης εφάρμοσε πλήρως την πολιτική του κόμματος όπως την χάραξε ο Λένιν και την συνέχισε ο Στάλιν : «Το Κόμμα δεν μπορεί να παραμείνει ουδέτερο μπροστά στη θρησκεία. Διεξάγει έναν αντιθρησκευτικό αγώνα εναντίον κάθε θρησκευτικής προκατάληψης».[9]
Η βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής για τον Μαρξ είναι ότι «ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο…Ο αγώνας ενάντια στην θρησκεία είναι ο αγώνας ενάντια σ’ αυτό τον κόσμο, που το πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία»[4] Στον Μάρξ βλέπουμε να αποκρυσταλλώνετε ο υλισμός και αντιθρησκευτική κριτική του Επίκουρου, τον οποίο ο Μάρξ είχε μελετήσει σε βάθος όπως δείχνει και η διδακτορική διατριβή του «Διαφορά της δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας» που αναλύει ακριβώς τις διάφορες ανάμεσα στην φιλοσοφία του Δημόκριτου και Επίκουρου. Ο γενικός γραμματέας του ΣΕΚΕ(Κ)[5] Γιάννης[6] Κορδάτος (1891–1961) γράφει σχετικά με τις απόψεις των Μάρξ και Ένγκελς: «Οι δυο μεγάλοι διδάσκαλοι του κομμουνισμού δεν πλάθουν, όπως οι πριν απ’ αυτούς υλιστές και μερικοί άλλοι, ύστερα απ’ αυτούς, ουτοπικές ιδέες για την κατάργηση της θρησκείας με μερικά κηρύγματα αντιθρησκευτικά… [αλλά πιστεύουν ότι] Η θρησκεία θα πάει από φυσικό θάνατο, θα σβήσει, μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία όταν μέσα σ’ αυτή την κοινωνία δε θα υπάρχουν κυβερνήτες και κυβερνώμενοι, όταν δε θα υπάρχουν τάξεις.»[7] Στην συνεχεία ο Λένιν (Lenin, 1870-1924) όξυνε τις αντιθρησκευτικές αιχμές του Μαρξ, κάνοντας πια λόγο για τη θρησκεία σαν το «όπιο για το λαό» (αντί του μαρξικού «όπιου του λαού»), και σε αντίθεση με τις απόψεις του Μαρξ περί φυσικού θανάτου έθεσε σε εφαρμογή διάφορα μετρά που αποσκοπούσαν στο ξερίζωμα των θρησκευτικών πεποιθήσεων μέσω της παρατεταμένης χρήσης βίας που είχε ως αποτέλεσμα μια από της μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Λένιν μισούσε θανάσιμα την θρησκεία και ήταν εκ πεποιθήσεως άθεος, στα κείμενα διετύπωσε ακραίες φράσεις σαν την ακόλουθη: «Κάθε θεότητα είναι χώρος ακολασίας μ’ ένα πτώμα». Οι ορισμοί του για τη θρησκεία ήταν μάλλον δημαγωγικοί παρά επιστημονικοί: «Η θρησκεία είναι μια από τις πλευρές της πνευματικής καταπίεσης που βαραίνει τις λαϊκές μάζες τις συντριμμένες από την αιώνια εργασία προς όφελος των άλλων, από τον καταναγκασμό και την απομόνωση» ή αλλού «Η θρησκεία, είναι για το πνεύμα ένα δυνατό κρασί με το οποίο οι σκλάβοι του καπιταλισμού πνίγουν την ανθρώπινη τους μορφή, την ανάταση τους για μια οποιαδήποτε μορφή αξιοπρεπέστερης ζωής.»[8] Το κουμμουνιστικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης στα 70 χρόνια διακυβέρνησης εφάρμοσε πλήρως την πολιτική του κόμματος όπως την χάραξε ο Λένιν και την συνέχισε ο Στάλιν : «Το Κόμμα δεν μπορεί να παραμείνει ουδέτερο μπροστά στη θρησκεία. Διεξάγει έναν αντιθρησκευτικό αγώνα εναντίον κάθε θρησκευτικής προκατάληψης».[9]
Η πολεμική του κομουνισμού εναντίον της θρησκείας εκτός από τα παραπάνω ιδεολογικά ερείσματα έχει και ένα ακόμα βασικό: τον ανταγωνισμό, και αυτό γιατί ο μαρξισμός, και κατά συνεπεία και ο κομουνισμός, παρόλη την αντιθρησκευτική χροιά του, ιδωμένος από μια κοινωνιολογική σκοπιά μπορεί να θεωρηθεί ένα θρησκευτικό φαινόμενο, και αυτό διότι έχει παρατηρηθεί ένα είδος λειτουργικής αντιστοιχίας των παραδοσιακών θρησκειών και των δογμάτων των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων (όπως ο σοσιαλισμός, ο εθνισμός ή ο μαρξισμός), τα οποία θέτουν κι αυτά κανόνες συμπεριφοράς και τους επιβάλουν στα άτομα.[10] Ο σοβιετικός αθεϊσμός αποτέλεσε μια ολοκληρωτική κοσμοθεωρία που απαιτούσε όλοι οι άλλοι να υποταχθούν στις αξιώσεις της. Όπως καθιστά σαφές η ιστορία του αθεϊστικού κράτους, αυτή η απαίτηση αναπότρεπτα θέτει την ατζέντα της καταστολής και της καταπίεσης.[11] Αυτή η καταπίεση και καταστολή αποτυπώνετε γλαφυρά και από τις σοβιετικές εντολές προς τους δασκάλους: «Ο Σοβιετικός δάσκαλος πρέπει να καθοδηγείται από τις αρχές του επιστημονικού πνεύματος του Κόμματος. Υποχρεούται όχι μόνον να είναι ο ίδιος άπιστος, αλλά και να είναι ένας δραστήριος προπαγανδιστής της Αθεΐας μεταξύ των άλλων, να είναι φορέας των ιδεών του στρατευμένου προλεταριακού αθεϊσμού. Με ικανότητα και ηρεμία με λεπτότητα και υπομονή θα πρέπει ο Σοβιετικός δάσκαλος να αποκαλύπτει και να υπερβαίνει τις θρησκευτικές προκαταλήψεις στη διάρκεια της εργασίας του στο σχολείο αλλά και έξω απ’ αυτό, κάθε μέρα».[12]
Τέλος ας δούμε τι μας λέει ο μεγάλος ρώσος φιλόσοφος Νικολαϊ Μπερντιάεφ (Nikolai Berdyaev, 1874-1948) σχετικά με την σχέση κομουνισμού – χριστιανισμού:
«Ο κομουνισμός θέλει πριν απ’ όλα να είναι μια «κοσμοθεωρία». Παρουσιάζεται «ολοκληρωτικός» και κατά συνέπεια αποδίδει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα στην θρησκευτική πράξη. Στο καταστατικό του κόμματος, όχι μόνο του ρωσικού αλλά και του διεθνούς κόμματος, αναφέρεται ότι κάθε οπαδός πρέπει να είναι άθεος και να κάνει την κατάλληλη προπαγάνδα, να προσπαθεί να σπάσει κάθε δεσμό οποιασδήποτε φύσης που τον συνδέει με την Εκκλησία. Ο αληθινός και ολοκληρωμένος κομουνιστής δεν μπορεί πια να είναι ένας πιστός θρησκευόμενος, δεν μπορεί πια να είναι χριστιανός. Του επιβαλετε μια κοσμοθεωρία διατυπωμένη από πριν, πρέπει να είναι υλιστής και άθεος, ένας μαχητικός άθεος. Η υιοθέτηση του κοινωνικού προγράμματος του κομουνισμού δεν αρκεί για να γίνει κανείς μέλος του κόμματος…Ολόκληρη η σοβιετική λογοτεχνία επιβεβαιώνει με τρόπο πανηγυρικό μια τέτοια απαίτηση. Οι ίδιοι οι κομουνιστές χαρακτηρίζονται αντίθετοι προς την ευαγγελική και χριστιανική ηθική, αντίθετοι στην αγάπη, το έλεος, τη συμπάθεια. Αυτή είναι η φρικτή τους πλευρά».[13]
[1] Μ. Μπεγζος, Φαινομενολογία της Θρησκείας5, ο.π., σελ. 147.
[5] Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος είναι το αρχικό όνομα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (η αλλαγή του ονόματος έγινε το 1924).
[7] Γ. Κορδάτος, Αρχαίες θρησκείες και χριστιανισμός, Αθήναι 1923, εκδ. Εκδοτικός Οίκος Γ. Ι. Βασιλείου, σελ. 54.
[8] Νικολαϊ Μπερντιάεφ , Οι πηγές και το νόημα του Ρωσικού Κομουνισμού, Θεσσαλονίκη, μεταφ. Ε. Δ. Νιανιος, εκδ. Π. Πουρναρά, σελ. 236.
[10] Βλ. T.B. Bottomore, Κοινωνιολογία: Κεντρικά προβλήματα και βασική βιβλιογραφία, Αθήνα 20014, μεταφ. Δ.Γ. Τσαούση, εκδ. Gutenberg, σελ. 107
[11] Άλιστερ ΜακΓκράθ, Το Λυκόφως του αθεϊσμού: Η άνοδος και η πτώση της απιστίας στο σύγχρονο κόσμο, Αθήνα 2008, μεταφ. Βασίλης Αδραχτάς, εκδ. Ουρανός, σελ. 309.
[12] F.N. Oleschuk (πρώην Γραμματέας του Συνδέσμου Στρατευμένων Άθεων), στην εφημερίδα Uchitelskaya, 26 Νοεμβρίου 1949.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου