Η ποιοτική διαφοροποίηση του σύγχρονου αθεϊσμού σε σχέση με τα φαινόμενα αθεΐας των αρχαίων χρόνων έγκειται στην κλιμάκωση του από τον απλό αντιθεϊσμό στην ριζική άρνηση της θρησκείας καθολικά, γενικά και δίχως εξαίρεση.[1] Η εξατομίκευση και εκκοσμίκευση του σύγχρονου κοινωνικού βίου είναι απόρροια του ατομικισμού που προήλθε από την αστικοποίηση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών που έλαβε χώρα τον 11ο αι. εως και τον 14ο αι.
Ο σύγχρονος αθεϊσμός θεμελιώνεται κυρίως κατά τον 17ου αιώνα αλληλοεξαρτώμενος και συμπορευόμενος με την ιδεολογία του φιλελευθερισμού, την εδραίωση του κοινοβουλευτισμού και την κεφαλαιοκρατική οικονομία. Για να κατανοήσουμε την εμφάνιση του σύγχρονου αθεϊσμού πρέπει τον μελετήσουμε εντός του κοινωνικό-ιστορικού πλαισίου της δυτικής Ευρώπης του 17ο αιώνα. Ο σύγχρονος αθεϊσμός είναι σύμφυτος με τον υλισμό και αποτελεί την αναμενόμενη αντίδραση στον έντονο μεσαιωνικό θεϊσμό της καθολικής εκκλησίας. Η πυρά της ιεράς εξέτασης στην αβυσσαλέα προσπάθεια της να κάψει την επιστημονική πρόοδο, προκειμένου να διατηρήσει την παντοκρατορία της η καθολική εκκλησία, κατάφερε να κατασκευάσει τον σύγχρονο αθεϊσμό.
Τα γενικά αξιώματα του σύγχρονου αθεϊσμού μπορούν σε γενικές γραμμές να περιγράφουν με τις παρακάτω θέσεις:
1. Εκτός της φύσης, η οποία περιλαμβάνει το ανθρώπινο είδος και τις πολιτισμικές δημιουργίες του, δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει Θεός, ψυχή και μεταθανάτια ζωή.
2. Η φύση είναι αυτοδημιούργητη και όχι δημιούργημα του Θεού.
3. Το σύμπαν δεν έχει κάποιο σκοπό, παρότι μεμονωμένοι άνθρωποι μπορεί να ζουν με κάποιο σκοπό.
4. Εφόσον ο Θεός δεν υπάρχει, όλες οι εξηγήσεις και οι αιτίες είναι απολύτως φυσικές και μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο από την επιστήμη.
5. Το σύνολο των διαφόρων δυνατοτήτων όλων των ζωντανών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης ευφυΐας, μπορούν να εξηγηθούν τέλεια με αμιγώς φυσικούς όρους, και σήμερα ειδικότερα με την εξελικτική βιολογία και τον δαρβινισμό.
6. Η πίστη στον Θεό είναι η αιτία αμέτρητων δεινών και ως εκ τούτου πρέπει να αποβληθεί από την ηθική.
7. Η ηθική δεν προϋποθέτει την πίστη στον Θεό, και ο κόσμος πορεύετε καλύτερα χωρίς πίστη.
Αυτές είναι κυρίως οι θέσεις αυτού που ονομάζουμε ανθρωπολογικό ή κοινωνιολογικό αθεϊσμό και όχι τόσο του επιστημολογικού αθεϊσμού που τείνει περισσότερο σε μια επιστημονική φυσιοκρατία με έμφαση σε επιστημονικά (ή επιστημονικοφανή) και λογικά επιχειρήματα, αν και επί της ουσίας στην πολεμική του χρησιμοποιεί κατά κόρον τις παραπάνω προτάσεις. Αλλά ας δούμε πιο αναλυτικά της εκφάνσεις του σύγχρονου αθεϊσμού.
Ανθρωπολογικός αθεϊσμός
Ο Ανθρωπολογικός αθεϊσμός είναι στενότατα συνδεδεμένος με την παράδοση του υλισμού και έξαρση του μεσαιωνικού δυτικοχριστιανικού θεϊσμού ο οποίος είναι σε μεγάλο μέρος ο αντίθετος πόλος και το σημείο αναφοράς του ανθρωπολογικού αθεϊσμού. Η πρώτες θεωρητικές προτάσεις του ανθρωπολογικού αθεϊσμού εμφανίζονται από τους Φώϋερμπαχ (Feuerbach, 1804-1872), Μάρξ (Marx, 1818-1883), Ενγκελς (Engels, 1820-1895) και Νίτσε (Nietzsche), οι τρεις όμως πυλώνες της σύγχρονης αθεϊστικής θεωρίας είναι ο Φώϋερμπαχ, ο Μάρξ και ο Φρόιντ.
Λούντβιχ Φώϋερμπαχ
Ο πρωτοπόρος θα λέγαμε του ανθρωπολογικού αθεϊσμού ήταν ο Λούντβιχ Φώϋερμπαχ ένας ακραίος γερμανός κριτικός φιλόσοφος που αποστρεφόταν τη θρησκεία και αποφαινόταν ότι «Αν δεν υπήρχε θάνατος, δεν θα υπήρχε θρησκεία»,[2] για τον Φώυερμπαχ η θρησκεία θεωρείται ανθρώπινη επινόηση ή αλλιώς προέκταση προβολή «projection» του ανθρώπου, το επιχείρημα του έχει ως εξής :
Δεν υπάρχει Θεός.
Πολλοί άνθρωποι, όμως, πιστεύουν στον Θεό. Γιατί;
Επειδή Θέλουν παρηγοριά.
Συνεπώς, «προβάλλουν» ή «εξαντικειμενικεύουν» τις επιθυμίες τους κι αυτό το ονομάζουν «Θεό»
Άρα αυτός ο μη υπαρκτός «Θεός» είναι απλώς η προβολή της ανθρώπινης επιθυμίας.[3]
Ο Φώϋερμπαχ είναι ο πρώτος που προσπάθησε να δώσει μια φιλοσοφική και επιστημονική βάση στον αθεϊσμό. Σε αυτόν οφείλουμε την ανθρωπολογική θεωρία της θρησκείας που δε βλέπει στην θεολογία την επιστήμη, τη σχετική με το Θεό, αλλά την ανθρωπολογία, την επιστήμη τη σχετική με τον άνθρωπο.[4] Ενώ η παραδοσιακή θρησκεία υποστήριζε ότι το όλο θρησκευτικό σύστημα περιστρεφόταν γύρω από το Θεό, ο Φώϋερμπαχ πίστευε ότι η τροχιά του είχε ως κέντρο την ανθρωπότητα.[5] Κάνοντας μια κριτική αποτίμηση της θεωρίας που πρότεινε Φώϋερμπαχ μπορούμε να εστιάσουμε σε ένα βασικό πρόβλημα που παρουσίαζε, και αυτό είναι η κυκλικότητα του επιχειρήματος του, δηλαδή ότι ο Φώϋερμπαχ προ-υποθέτει ότι δεν υπάρχει Θεός και μετά προχωρά στο ερώτημα του γιατί κάποιος να θέλει να πιστέψει στο Θεό. Με αυτόν τον τρόπο έχοντας δεόντως προϋποθέσει τον αθεϊσμό, απαιτεί επίσης δεόντως να τον καταστήσει συμπέρασμα του επιχειρήματος, παράλληλα με το πρόβλημα της κυκλικότητας, τονίσθηκε ακόμη από τους επικριτές του ότι εάν η πίστη στο Θεό συνιστά ανταπόκριση στην ανθρώπινη επιθυμία για ασφάλεια, δεν θα μπορούσε τότε να υποστηριχθεί ότι και ο αθεϊσμός ήταν μια ανταπόκριση στην ανθρώπινη επιθυμία για αυτονομία;[6]
Κάρλ Μάρξ
Ο πιο καταλυτικός όμως εκπρόσωπος του ανθρωπολογικού αθεϊσμού είναι ο Μάρξ, διότι η μαρξιστική θεωρία περί θρησκείας δεν περιοριστικέ μόνο στο πεδίο της θεωρίας αλλά έγινε μέρος μιας πολιτικό-κοινωνικής πραγματικότητας τα τεκταινόμενα της οποίας επηρέασαν αποφασιστικά τον ρουν της παγκόσμιας ιστορίας. Η βασική θέση του Μάρξ για το θέμα της θρησκείας μπορεί να συνοψιστεί κάπως έτσι: «Η περί Θεού ιδέα αποτελεί μια ανθρώπινη απόπειρα προς αντιμετώπιση των δυσκολιών της υλικής ζωής και του πόνου που προέκυπτε από την κοινωνική και οικονομική αποστέρηση».[7] Η βασική διαφοροποίηση της θεωρίας του Μάρξ από αυτή του Φώϋερμπαχ ήταν η προτεραιότητα που έδινε ο Μάρξ στην κοινωνική – οικονομική διάσταση της απαρχής του φαινομένου της θρησκείας, σε αντίθεση με τον Φώϋερμπαχ που υποστήριζε ότι η θρησκεία είναι μια έκφανση της «απόλυτης θλίψης της ψυχής»[8] χωρίς να ανάγει και να αναζητεί τις απαρχές του φαινομένου της έξω από τον
Ζίγκμουντ Φρόιντ
Αν και ο Φώϋερμπαχ υποστήριξε πρώτος ότι η ιδέα του θεού είναι αποτέλεσμα μιας προβολής των ανθρώπινων επιθυμιών και τίποτα παραπάνω, ο Φρόιντ ήταν αυτός που εμπλούτισε και θωράκισε αυτή την θεωρία με το, τότε πανίσχυρο ,κύρος της ψυχαναλυτικής επιστημονικής μεθόδου, και την έκανε γνωστή και αποδεκτή στον δυτικό κόσμο και κυρίως στην Β. Αμερική. Για τον Φρόιντ η θρησκεία ήταν κατά βάση μια διεστραμμένη μορφή ψυχαναγκαστικής νεύρωσης, η οποία είχε προκληθεί στην ανθρωπότητα μέσω εσωτερικών ψυχολογικών πιέσεων, οι οποίες αντανακλούν τη σύνθετη εξελικτική ιστορία της ανθρωπότητας. Στην σημερινή εποχή πλέον η ψυχολογία έχει υπερβεί τις απολυτοποιημένες γενικεύσεις του Φρόιντ σχετικά με την προέλευση της πίστης, τόσο η πρόοδος της ψυχανάλυσης (C.G. Jung, A. Adler, E. Fromm) όσο και η σταδιακή αποκαθήλωση της αυθεντίας του Φρόιντ από πλήθος επιστημονικών εργασιών των τελευταίων δεκαετιών (το βιβλίο του Φρανκ Σάλοουεϊ, Φρόιντ – ο βιολόγος του μυαλού εκδ. 1979, έθεσε ορισμένα δύσκολα ερωτήματα σχετικά με τα επιστημονικά διαπιστευτήρια του Φρόιντ. Το Τα θεμέλια της ψυχανάλυσης εκδ. 1984 του Άντολφ Γκρίνμπαουμ επέστησε την προσοχή σε πολλά τρωτά σημεία των θεωριών του. Το βιβλίο όμως που έμελλε να δώσει την χαριστική βολή στις θεωρίες του Φρόιντ ήταν το Ο αναρμόδιος Φρόιντ εκδ. 1998[9] του Φρέντερικ Κρους) καθιστούν τις θέσεις του Φρόιντ για την θρησκεία ξεπερασμένες και εντελώς επιστημονικά αφερέγγυες.[10]
Επιστημολογικός αθεϊσμός
Από τους πρώτους φυσικούς φιλοσόφους και τον Πρωταγόρα έως τον Δαρβίνο και τις πρώτες επιστημονικές εταιρείες του 17ο αιώνα (όπου απαγόρευαν στα μέλη τους ακόμα και να προφέρουν τη λέξη «Θεός» στις δημόσιες συνεδριάσεις τους)[11] η επιστημονική ερεύνα έμαθε να πορεύεται με επικρεμάμενη, συχνότατα, την κατηγορία της αθεΐας. Το σχόλιο του Πλάτωνα στους Νόμους του σχετικά με την φήμη που έχουν όσοι ασχολούνται με τις φυσικές επιστήμες, από μια μερίδα ανθρώπων είναι χαρακτηριστικό : «Διότι μερικοί απ’ αυτούς φαντάζονται ότι όσοι ασχολούνται με την αστρονομία και με άλλες παρόμοιες έρευνες γίνονται άθεοι και θεωρούν ότι αυτά τα πράγματα κατ’ ανάγκην ακολουθούν κάποιους αμετάτρεπτους νόμους και όχι την θέληση κάποιας διανοίας με σκοπό το καλό».[12] Αυτό που την εποχή του Πλάτωνα ήταν μια φήμη τον 18ο αιώνα ήταν εν πολλοις ένα πραγματικό γεγονός το σχόλιο του Βολτέρου στο φιλοσοφικό του λεξικό σχετικά με το προφίλ των άθεων είναι χαρακτηριστικό : «οι άθεοι στην πλειονότητα τους είναι ριψοκίνδυνοι και παραπλανημένοι επιστήμονες που στοχάζονται πλημμελώς και οι οποίοι, αδυνατώντας να κατανοήσουν τη ρίζα του κάκου και άλλα δύσκολα ζητήματα, υιοθετούν την υπόθεση της αιωνιότητας των πραγμάτων και της αναγκαιότητας»[13]
Το φαινόμενο που ονομάζουμε επιστημολογικό αθεϊσμό κάνει την εμφάνιση του σχεδόν ταυτόχρονα με την ανάδυση της κλασικής φυσικής στο 17ο αι. και κορυφώνεται με την ανάπτυξη στης εξελικτικής βιολογίας στο 19ο αι. Η περίφημη «Δίκη του Γαλιλαίου» (1633) και η Θεωρία της Εξέλιξης του Δαρβίνου (1859) σηματοδοτούν τους δυο πόλους της αρνησιθρησκίας στο όνομα της επιστήμης ανόργανης φύσης (μηχανικισμός της νευτώνειας φυσικής) και της ενόργανης-έμβιας φύσης (εξελικτισμός της δαρβινικής βιολογίας).[14]
[1] Μ. Μπέγζος, Φαινομενολογία της Θρησκείας5, ο.π., σελ. 40.
[2] L Feuerbach, Das Wesen der Religion, Leipzig 1933, 37.
[3] Άλιστερ ΜακΓκράθ, Η αυταπάτη του Dawkins, Αθήνα 2008, μεταφ. Βασίλης Αδραχτάς, εκδ. Ουρανός, σελ. 68.
[4] Nicolas Berdiaeff, Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα, Θεσσαλονίκη 19862, μεταφ. Βασίλης Τ. Γιούλτσης, εκδ. Π. Πουρναρά, σελ. 31.
[5] Άλιστερ ΜακΓκράθ, Το Λυκόφως του αθεϊσμού: Η άνοδος και η πτώση της απιστίας στο σύγχρονο κόσμο, Αθήνα 2008, μεταφ. Βασίλης Αδραχτάς, εκδ. Ουρανός, σελ. 89.
[6] Άλιστερ ΜακΓκράθ, Το Λυκόφως του αθεϊσμού: Η άνοδος και η πτώση της απιστίας στο σύγχρονο κόσμο, Αθήνα 2008, μεταφ. Βασίλης Αδραχτάς, εκδ. Ουρανός, σελ. 190.
[7] Άλιστερ ΜακΓκράθ, Το Λυκόφως του αθεϊσμού: Η άνοδος και η πτώση της απιστίας στο σύγχρονο κόσμο, Αθήνα 2008, μεταφ. Βασίλης Αδραχτάς, εκδ. Ουρανός, σελ. 96.
[8] Άλιστερ ΜακΓκράθ, Το Λυκόφως του αθεϊσμού: Η άνοδος και η πτώση της απιστίας στο σύγχρονο κόσμο, Αθήνα 2008, μεταφ. Βασίλης Αδραχτάς, εκδ. Ουρανός, σελ. 96.
[9] Σε αυτό το έργο ο Κρους θα εκλαΐκευε ένα συνεχώς διογκούμενο σώμα επιστημονικής βιβλιογραφίας που αμφισβητούσε τον Φρόιντ σε κάθε επίπεδο, αμφιβάλλοντας από τη μια για το βάσιμο των αρχικών περιπτώσεων με τις οποίες ασχολήθηκε όσο και για τη συνέπεια των θεραπευτικών του μεθόδων, και τονίζοντας από την άλλη την ευπιστία των οπαδών του. Έτσι υποστηριχτικέ ότι ο Φρόιντ είχε μια ανησυχητική τάση να μεταστρέφει τα συμβεβηκότα της κοινωνικής ιστορίας σε αναγκαίες αλήθειες, της ανθρώπινης φύσης.
[10] Βλ. Άλιστερ ΜακΓκράθ, Το Λυκόφως του αθεϊσμού: Η άνοδος και η πτώση της απιστίας στο σύγχρονο κόσμο, Αθήνα 2008, μεταφ. Βασίλης Αδραχτάς, εκδ. Ουρανός, σελ. 289.
[11] Μ. Μπεγζος, Φαινομενολογία της Θρησκείας5, ο.π., σελ. 174.
[12] Πλάτων, Νόμοι 967.a «τῶν πολλῶν. οἱ μὲν γὰρ διανοοῦνται τοὺς τὰ τοιαῦτα μετα χειρισαμένους ἀστρονομίᾳ τε καὶ ταῖς μετὰ ταύτης ἀναγκαίαις ἄλλαις τέχναις ἀθέους γίγνεσθαι, καθεωρακότας ὡς οἷόν τε γιγνόμενα ἀνάγκαις πράγματ᾽ ἀλλ᾽ οὐ διανοίαις βουλήσεως ἀγαθῶν πέρι τελουμένων»
[13] Βολταίρος, «Άθεος, Αθεϊσμός», Φιλοσοφικό Λεξικό, εκδ. Στάχυ, Αθήνα 2001, σελ.35.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου