Ο αθεϊσμός ως κοινωνικό φαινόμενο είναι άγνωστος στον παραδοσιακό πολιτισμό από την Αρχαιότητα μέχρι και το Μεσαίωνα. Η αστικοποίηση της δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας που λαμβάνει χώρα τον 11ο αι. και ολοκληρώνεται σταδιακά στο 14ο αι. είναι αυτή που επωάζει και τελικά γεννά την θρησκευτική αδιαφορία, που αυτή η τελευταία με την σειρά της, αθέμιτα γίνετε προοδοποιός για την ανάδυση της αθεΐας.
Η κύρια αιτία του αποκλεισμού της αθεΐας από το πλαίσιο του παραδοσιακού πολιτισμού ήταν η προτεραιότητα που έδινε στην έννοια της κοινωνίας έναντι αυτής του ατόμου που ήταν υποδεέστερη. Στον παραδοσιακό πολιτισμό ο άνθρωπος ήταν πάντοτε μέρος ενός συνόλου. Αποτελούσε μέλος μιας κοινωνίας και οπωσδήποτε ανήκει σε μια κοινότητα (φυλετική, γλωσσική, θρησκευτική, πολιτιστική κ.λπ.).[1]
Η θρησκεία είναι οντότητα υπερατομική, διαπροσωπική, κοινοτική, συλλογική, κοινωνική και σε καμία περίπτωση δεν νοείτε ως ιδιωτική υπόθεση. Επειδή λοιπόν κάθε παραδοσιακή κοινωνία αναγνωρίζει την προτεραιότητα του κοινωνικού στοιχείου απέναντι στο ατομικό, γι’ αυτό κάθε παραδοσιακή κοινωνία είναι αυτόχρημα και θρησκευτική.[2]
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν αβίαστα και από την εξέταση της αρχαιοελληνικής οπτικής του βίου. Στο ερώτημα: Κοινωνία προσώπων ή Ιδιωτεία ατόμων; Η αρχαιοελληνική σκέψη είναι απόλυτη, διότι κατά τον Ηράκλειτο μόνο όταν κοινωνούμε αληθεύουμε: «Καθ᾽ ὅτι ἂν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα».[3] Στο «ιδεολογικό μανιφέστο» της αθηναίων πολιτείας, δηλαδή στον Επιτάφιο του Περικλή, ο Θουκυδίδης είναι εξίσου αφοπλιστικός: όποιος δεν ασχολείται με τα «πολιτικά πράγματα» είναι αχρείος: «τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾽ ἀχρεῖον νομίζομεν»[4] Στον Αριστοτέλη μαρτυρείται με σαφήνεια ότι ο άνθρωπος «φύσει μέν ἐστιν ζῷον πολιτικόν.»[5] καθώς και ότι : «ἅμα δὲ οὐδὲ χρὴ νομίζειν αὐτὸν αὑτοῦ τινα εἶναι τῶν πολιτῶν, ἀλλὰ πάντας τῆς πόλεως, μόριον γὰρ ἕκαστος τῆς πόλεως»[6] υπογραμμίζοντας την κοινωνική αυθυπέρβαση του ατόμου.
Για την αρχαιοελληνική σκέψη το υπάρχω σημαίνει μετέχω, είμαι θα πει κοινωνώ, η έννοια της σχέσης έχει θεια προέλευση, είναι ο θεός Έρως που προϋπάρχει όλων των άλλων θεών στην θεογονία του Ησίοδου, είναι η δυνατότητα της ένωσης που από αυτήν δημιουργούνται οι θεοί και ο κόσμος. Ο πολίτης είναι το άτομο σε σχέση με κάτι άλλο, με το θείο, με τον συνάνθρωπο, με τους νόμους. Ο πολίτης δεν ολοκληρώνεται διαμέσου της ιδιωτείας αλλά μετέχει στο διαρκές γίγνεσθαι της κοινωνίας. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι: Ο αρχαίος Έλληνας και, εν συνεχεία ύστερα από αυτόν, η μεγάλη πνευματική παράδοση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, παραδέχονται, υπό διάφορες μορφές, την ύπαρξη του απολύτου, που είναι άλλωστε αχώριστη και από τη χριστιανική πίστη.[7]
Η Αθεΐα στην Αρχαία Ελλάδα
Παρόλο που στην πραγματικότητα της αρχαίας Ελλάδος, με την θεσμοθετημένη θρησκεία και την δεδομένη θεοσέβεια (που πολλές φορές άγγιζε ακόμα και τα όρια της θρησκοληψίας), δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για αθεΐα, έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να εννοούμε τον όρο, εν τούτοις η ελευθερία της φιλοσοφικής σκέψης βοήθησε στην εμφάνιση κάποιων αντιθρησκευτικών φαινόμενων, τα όποια όμως σε κάθε περίπτωση περιορίσθηκαν στα στενά πλαίσια μιας εξέχουσας προσωπικότητας και στον περιορισμένο κύκλο των ομοϊδεατών της.
Αυτό όμως που υπήρξε στην αρχαία Ελλάδα ήταν περισσότερο ένας αγνωστικισμός, που εκφράσθηκε στο πλαίσιο της φιλοσοφίας, παρά μια ξεκάθαρη μορφή αθεΐας. Για αυτόν τον λόγο και ο σύγχρονος αθεϊστής φιλόσοφος Μισέλ Ονφρέ τονίζει ότι : Η αθεΐα δεν αρχίζει με εκείνους που η επίσημη ιστοριογραφία καταδικάζει και ταυτίζει με αυτήν. Το όνομα του Σωκράτη δεν μπορεί λογικά να εμφανίζεται σε μια ιστορία της αθεΐας. Ούτε το όνομα του Επίκουρου και των δικών του. Όπως ούτε και του Πρωταγόρα, ο οποίος αρκείται να δηλώσει, στο περί θεών, ότι σε σχέση με αυτούς δεν μπορεί να συμπεράνει τίποτα…Κάτι που ορίζει τουλάχιστον έναν αγνωστικισμό, μια αναποφασιστικότητα, ένα σκεπτικισμό μάλιστα αν θέλουμε, αλλά σίγουρα όχι την αθεΐα.[8]
Τα πρώτα ίχνη αμφισβήτησης της υπάρξεως των θεών μπορούν να ανιχνευθούν στην διανόηση μερικών σοφιστών και φιλόσοφων, ξεκινώντας με τον διασημότερο εξ όλων των σοφιστών[9] τον Πρωταγόρα τον Αβδηρίτη (480–411 π.Χ.) ο οποίος πρώτος διετύπωσε την άποψη ότι η αλήθεια συνδέετε στενά με τις αισθήσεις (Πλάτ. Θεαίτ. 167 BC) καθώς και ότι «Πραγματική υπόσταση έχουν όσα βλέπει και όσα πιάνει (ο άνθρωπος). Για τον Πρωταγόρα τα λεγόμενα αόρατα, υπερφυσικά κι απρόσιτα δεν υπάρχουν.»[10] Το περίφημο έργο του «Περί θεών», το οποίο άρχιζε ως εξής : «Περί των θεών δεν μπορώ να γνωρίζω ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν ούτε πως είναι (ποια μορφή έχουν), γιατί πολλά είναι αυτά, που εμποδίζουν τη γνώση (τους), όπως η αδηλότητα (του πράγματος) και η σύντομη διάρκεια του ανθρώπινου βίου»,[11] εξόργισε τόσο τους αθηναίους ώστε τὰ βιβλία αὐτοῦ κατέκαυσαν ἐν τῆι ἀγορᾶι[12] και ο Πυθόδωρος τον κατηγόρησε για αθεΐα, για την οποία μάλιστα και καταδικάστηκε.[13] Μελετητής της φιλοσοφίας του Πρωταγόρα υπήρξε ο ιδρυτής της Κυρηναϊκής φιλοσοφικής σχόλης και εισηγητής της ηδονιστικής φιλοσοφίας, ο Αρίστιππος ο πρεσβύτερος (435-356 π.Χ.) ο οποίος με τις ιδέες του έτεινε προς έναν υλιστικό αγνωστικισμό. Από την Κυρηναϊκή φιλοσοφική σχολή προέκυψαν δυο ακόμη σημαντικοί αμφισβητίες των θεών: ο Θεόδωρος ο άθεος και ο Ευήμερος ο Μεσσήνιος.
Ο Επίκουρος
Όλες οι παραπάνω απόψεις μαζί με την ατομική θεωρία του Δημόκριτου αποτέλεσαν την μαγιά για τον σχηματισμό του συστηματικότερου υλισμού που γνώρισε η Αρχαιότητα[14] δηλαδή το φιλοσοφικό σύστημα του Επίκουρου. Η φιλοσοφία του Επίκουρου αποτελεί ένα περίεργο κράμα άτεγκτου εμπειρισμού, θεωρητικής μεταφυσικής σκέψης και κανόνων για την κατάκτηση μιας ήρεμης ζωής.[15]
Ο πυρήνας της διδασκαλίας του Επίκουρου μπορεί να συμπτυχθεί στην ακόλουθη φράση: ο άνθρωπος είναι αρκετός να φτιάξει την ευτυχία του, φτάνει να λείψουν οι ενοχλήσεις[16] η δε τοποθέτηση του Επίκουρου σχετικά με την πίστη στο θείο είναι πρακτικά ανύπαρκτη και εκ διαμέτρου αντίθετη με τον Πλατωνικό ιδεαλισμό : «Η αγάπη της δικαιοσύνης, το όσιο και ιερό, είναι συγκινήσεις του ανθρώπου ανεξάρτητες από πίστη σε θεό. Οι θεοί κατάντησαν (στην φιλοσοφία του Επίκουρου) το πολύ διακοσμητικοί».[17] Αυτό που διαχωρίζει υλισμό των επικούρειων από την σύγχρονη αθεΐα είναι η στάση απέναντι στην θρησκεία και στο θειο, ο Επίκουρος δεν επιτέθηκε κατά της καθιερωμένης θρησκείας πωλώ δε μάλλον δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη των θεών[18] (που μάλιστα τους θεωρούσε πρότυπα μακαριότητας και αταραξίας).
[1] Βλ. Μ. ΜΠΕΓΖΟΣ, Νεοελληνική Φιλοσοφία της Θρησκείας, Αθήνα 19982, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 297.
[2] Μ. ΜΠΕΓΖΟΣ, Νεοελληνική Φιλοσοφία της Θρησκείας, οπ.π., σελ. 299.
[4] ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Ιστορίαι, 2.40.2.1 - 2.40.2.5
[7] Κ. ΤΣΑΤΣΟΣ, Έθνος και Κομμουνισμός, Αθήνα 1952, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 43.
[8] Μ. ΟΝΦΡΕ, Πραγματεία περί αθεολογίας : Φυσική της μεταφυσικής, Αθήνα 2006, μεταφ. Σαπφώ Διαμαντή, εκδ. Εξάντας, σελ. 48.
[9] Κ.Δ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ, «Σοφισταί: Πρωταγόρας», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου, τόμος «Το Αρχαίον Ελληνικόν Πνεύμα» (1977), σελ. 249.
[10] Χ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ, Επίκουρος: η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, εκδ. Βιβλιοπωλειον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλαρου & ΣΙΑΣ Α.Ε., Αθήνα 1954, σελ. 59.
[11] Περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ᾽ ὡς εἰσὶν οὔθ᾽ ὡς οὐκ εἰσὶν οὔθ᾽ ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι ἥ τ᾽ ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου
[12] ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ : Testimonia 1.16, Die Fragmente der Vorsokratiker, vol. 2, Weidmann DublinƒZurich ,19666.
[13] Για να αποφύγει τα χειρότερα ο Πρωταγόρας διέφυγε προς τη Σικελία. Όμως, το πλοίο που τον μετέφερε ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε.
[14] Χ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ, Επίκουρος: η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, όπ.π, σελ. 5.
[15] A.A. LONG, Η Ελληνιστική Φιλοσοφία: Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί, Αθήνα 19973, μεταφ. Στυλιανός Δημόπουλος, Μυρτώ Δραγώνα-Μοναχού, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σελ. 45.
[17] Χ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ, Επίκουρος: η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, όπ.π., σελ. 60.
[18] Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι εκ των πραγμάτων στην αρχαία Ελλάδα δεν θα μπορούσε κάποιος να δηλώνει ή να διακηρύσσει ότι είναι άθεος διότι τιμωρούταν με την ποινή του θανάτου : «τεθνάναι δίκαιος ὢν φανεῖται· καὶ γὰρ ἱεροσυλίᾳ καὶ ἀσεβείᾳ καὶ κλοπῇ καὶ πᾶσι τοῖς δεινοτάτοις ἔστ᾽ ἔνοχος.» Δημ. Κ. Ανδροτ. 69.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου