Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Όχλος

Όχλος είναι λαός, άλογος, άτακτος, ανήσυχος, μια άμορφη μάζα ανίκανη να δημιουργήσει κάτι, εκτός από μια χυδαία παραφωνία, από ένα άναρθρο μουρμουρητό. Οι άνθρωποι που αποτελούν τον όχλο είναι απρόσωποι, σαν μηδενικά, που όσα και αν είναι παραμένουν πάντα ένα τίποτα. Αν μπροστά από αυτά τα μηδενικά προστεθεί ένας αριθμός, ακόμα και μια μονάδα, τότε αποκτούν τρομαχτική αξία, αλλά όχι δική τους…αυτά παραμένουν πάντα μηδενικά. Ο όχλος και τα «νούμερα» που τον χειραγωγούν ευαγγελίζονται μια ελευθερία και έναν δήθεν τεχνο-προδευτισμό, που μάλλον μοιάζουν να είναι περισσότερο μια ελευθεριότητα και ένας τεχνολογικός βαρβαρισμός. Τα πολυάριθμα ανθρωπάρια που τον αποτελούν κινούνται μόνο από το συμφέρον, έτσι ώστε ο κάθε (κα)ένας από αυτούς να είναι ένας ακοινώνητος ηδονοθήρας που για αυτόν «η κατανάλωση και η κυριαρχία, από βιολογική και κοινωνική ανάγκη, έγιναν τρόπος ζωής[1]». Τα μέλη του έχουν καταδικαστεί να λούονται στην Σαλμακὶδα κρήνη της τύρφης και της μαλακίας[2] σε αντίθεση με τους πολίτες της πειθαρχημένης πολιτείας όπου κοινωνούν στην Κασταλία κρήνη της αληθείας[3]. Ο όχλος δεν γνωρίζει ότι ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος δεν είναι αυτός που «κάνει ότι θέλει», αλλά αυτός που ξέρει τι πρέπει να θέλει, δηλαδή αυτός που γνωρίζει το πραγματικό του ΘΕΛΗΜΑ. Ο όχλος άρχεται δια της χειραγώγησης, αντιθέτως η πολιτεία άρχεται δια της πειθούς (δηλαδή πειθαρχείται), έτσι αυτή η τελευταία παράγει το φαινόμενο που ονομάζουμε Πολιτισμό.


[1] Αθ. Αν. Νασίκας (1995), Το Αίτημα της Ελάχιστης Αντίφασης, κ.ε. Τροχαλία, Αθήνα, σ. 107.
[2] Στράβων, «Γεωγραφικά», 14.2.16. : «καὶ ἡ Σαλμακὶς κρήνη, διαβεβλημένη οὐκ οἶδ᾽ ὁπόθεν ὡς μαλακίζουσα τοὺς πιόντας ἀπ᾽ αὐτῆς. ἔοικε δ᾽ ἡ τρυφὴ τῶν ἀνθρώπων αἰτιᾶσθαι τοὺς ἀέρας ἢ τὰ ὕδατα· τρυφῆς δ᾽ αἴτια οὐ ταῦτα, ἀλλὰ πλοῦτος καὶ ἡ περὶ τὰς διαίτας ἀκολασία» μεταφραση: «και η πηγή Σαλαμακίς, κατηγορουμένη δεν ξέρω από πότε, σαν να αδυνατίζει αυτούς που πίνουν (νερό) από αυτήν. Φαίνεται η φιληδονία των ανθρώπων κατηγορεί τους αέρες ή τα ύδατα. Της φιληδονίας τα αίτια δεν είναι αυτά, αλλά ο πλούτος και η ακολασία στον τρόπο ζωής».
[3] Διότι κατά τον Ηράκλειτο μόνο όταν κοινωνούμε αληθεύουμε: «Καθ ο,τι αν κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δὲ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα».


Δεν υπάρχουν σχόλια: