Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

ΣΥΝΟΨΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ


-->
Η παρούσα σύνοψη είναι ουσιαστικά μια σύνοψη του πρώτου μέρους της «Σύνοψις της δογματικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» (Αθήναι 1957) του αειμνήστου καθηγητού Ιωάννου Καρμίρη, συμπληρωμένη στο τελευταίο μέρος της από το έργο του καθηγητού Νικολάου Μητσοπούλου «Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας» (Αθήναι 1983). Σκοπός της είναι η όσο το δυνατόν ευσύνοπτη παρουσίαση των θεμελίων της χριστιανικής θρησκείας, όπως αυτά παρουσιάζονται από την θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.

  1. Περί της Θεότητας (Τριαδολογία).
Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία πιστεύει :
«Εις ένα Θεόν, μια αρχήν, άναρχον, άκτιστον, αγέννητον, ανολεθρόν τε και αθάνατον, αιώνιον, άπειρον, απερίγραπτον, απεριόριστον, απειροδύναμον, απλούν, ασύνθετον, άσωματον, άρρευστον, απαθή, άτρεπτον, αναλοίωτον, αόρατον, πηγή αγαθότητας και δικαιοσύνης, φως νοερόν, απρόσιτον δύναμιν ούδενι μέτρω γνωριζομένην, μόνω τω οικείω βουλήματι μετρουμένην πάντα γάρ όσα θέλει, δύναται πάντων κτισμάτων όρατων τε και αορατων ποιητικήν, πάντων συνεκτικήν και συντηρητικήν, πάντων προνοητικήν, πάντων κρατούσαν και άρχουσαν και βασιλεύουσαν ατελευτήτω και αθανάτω βασιλεία, μηδέν έναντίον έχουσαν, πάντα πληρούσαν, υπ’ ουδενός περιεχομένην, αυτήν δέ μάλλον περιέχουσαν τα σύμπαντα και συνέχουσαν και προέχουσαν αχράντως ταις όλαις ούσιαις επιβατεύουσαν και πάντων επέκεινα και πάσης ουσίας εξηρημένην, ως υπερούσιον και υπέρ τα πάντα ούσαν, υπέρθεον, υπεράγαθον, ύπερπλήρη, τάς όλας άρχας και τάξεις αφορίζουσαν και πάσης αρχής και τάξεως υπεριδρυμένην, υπέρ ουσίαν και ζωήν και λόγον και ένοιαν αυτοφώς, αυτοαγαθότητα, αυτοζωήν, αυτοουσίαν, ως μη παρ’ ετέρου το είναι έχουσαν, ήτοι των όσα εστίν, αυτή δε πηγή ουσαν του είναι τοις ουσι, τοις ζώσι της ζωης, τοις λόγου μετέχουσι του λόγου, τοις πάσι πάντων άγαθων αιτίαν, πάντα είδυιαν πριν γενέσεως αυτών μίαν ουσίαν, μίαν θεότητα, μίαν δύναμιν, μίαν θέλησιν, μίαν ένεργειαν, μιαν αρχήν, μιαν εξουσίαν, μίαν κυριότητα, μιαν βασιλείαν, εν τρισί τελείαις υποστάσεσι γνωριζομένην.»[1]
Η ουσία του Θεού, ως άπειρη και άρρητη, είναι ακατάληπτη από τον φυσικό άνθρωπο[2] . Ο Θεός με την φυσική-υπερφυσική αποκάλυψη του φανέρωσε στους ανθρώπους, όσο ήταν εφικτό για αυτούς, την περί αυτού γνώση, αυτή βέβαια δεν ητο δυνατόν να είναι απόλυτη και τέλεια και κατ΄ ουσίαν, αλλά σχετική, ατελής και περιορισμένη. Έτσι ακόμα και όλα όσα καταφατικός αποδίδουμε στον Θεό δια μέσου της αγίας Γραφής (αγαθός, δίκαιος, σοφός κτλ.) δεν εκφράζουν την ουσία και την φύση του Θεού αλλά τα περί την ουσία αυτού : «Ού την φύσιν αλλά τα περί την φύσιν δηλοί»[3]. Την μεν ύπαρξη του θεού την γνωρίζουμε, από την φυσική αποκάλυψη του, την δε ουσία του την αγνοούμε.
Ο Θεός είναι ένας ως προς την ουσία του, αλλά τριαδικός ως προς τις Υποστάσεις ή Πρόσωπα του, ήτοι Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι έχουμε «μονάδα εν τριάδι και τριάδα εν μονάδι προσκυνουμένην, παράδοξον έχουσαν και την διαίρεσιν και την ένωσιν» [4].
Η διάκριση των τριών υποστάσεων γίνεται με βάση τις υποστατικές ιδιότητες των τριών προσώπων, οι οποίες είναι :
Του Πατρός η αγεννησία και η πατρότης.
Του Υιού η γέννηση και η υιότης.
Του Αγίου Πνεύματος η εκπόρευσις ή προβολή ή εκπέμψις.
Με βάση τις υποστατικές ιδιότητες μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Πατήρ είναι αναίτιος και αυτόαίτιος ενώ ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι αιτιατά του Πατρός, δια της γέννησης ο Υιός και δια της εκπόρευσης το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι σχετικά με το θέμα του Filioque, που σημαίνει «και έκ του Υιού», στο σύμβολο της πίστης των Λατίνων, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται (Filioque) μόνο από τον Πατήρ, η ορθόδοξη θεολογία δέχεται την «δι’ Υιού» εμφάνιση και εκπεμψη του Πνεύματος στον κόσμο, γινομένη εκ του Πατρός δια του Υιού ή και από τους δυο[5].
Τέλος η Αγία Γραφή βεβαιώνει με σαφή τρόπο ότι ο Θεός δεν έχει σώμα, και εκφράσεις όπως: «και υπό τους πόδας αυτού» (Έξοδος κδ’ 10), «γεγραμμένος με τον δάκτυλον του Θεού» (Έξοδος λα’ 18), «η χείρα του Κυρίου» (Έξοδος θ’ 3), «έμπροσθεν του Κυρίου» (Γέννεσις λη’ 7), «εις τα ώτα του Κυρίου» (Αριθμοί ια’ 1), «Εάν ακονίσω την αστραπιφόρο μάχαιρα μου» (Δευτερονόμιο λβ’ 41) κ.α. χρησιμοποιούνται μόνο για την κατανόηση από τον άνθρωπο ο οποίος δεν γνωρίζει παρά μόνο τα σώματα και γιατί ο Νόμος εκφράσθηκε σύμφωνα με τη γλώσσα τους, πρόκειται κάθε φορά για αλληγορικές μορφές[6].
  1. Περί του κόσμου (Κοσμολογία).
Η Δημιουργία του κόσμου έγινε απευθείας από τον Θεό χωρίς την διαμεσολάβηση κτιστού ενδιάμεσου και εκ του μη όντος «έξ ουκ όντων» [7]. Πρώτα δημιούργησε τον αόρατο και πνευματικό κόσμο, μετά τον ορατό και υλικό κόσμο και τέλος τον πνευματικοϋλικόν άνθρωπο[8]. Τον ορατό κόσμο τον δημιούργησε εκ του μηδενός και δια του λόγου του σε έξι ημέρες. Ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από κάποια ανάγκη, αλλά από την αγαθότητα και την αγάπη του Θεού. Η δημιουργία του κόσμου, ως προϊόν ελεύθερης πράξης, δεν είναι αιώνια αλλά έχει αρχή χρονική. Η βουλή όμως και το σχέδιο του Θεού περί του κόσμου υπήρξε προαιώνιος.
Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο μεν Πατήρ είναι ο «εξ ου τα πάντα» (Α’ Κορ. 8,6 Ρωμ. 11,36), ο δε Υιός είναι ο «δι ου τα πάντα» (Ιωαν. 1,3 Α’ Κορ. 8,6 Κολ. 1,16 Εβρ. 1,2) και το Άγιο Πνεύμα είναι το «εν ω τα πάντα εγένετο»[9] (Γεν. 1,2)
Το κακό δεν είναι δημιούργημα του θεού αφού «πάντα όσα εποίησεν ο Θεός» ήταν «καλά λίαν»[10] και έτσι «Ου γάρ τι κακόν γέγονεν από Θεού» [11] .
Ο κόσμος ΔΕΝ δημιουργήθηκε απόλυτα αυτοτελής και ανεξάρτητος, αλλά έχοντας σχετική μόνο αυτοτέλεια, η οποία δεν αρκεί για την συντήρηση και την εξέλιξη των όντων αυτού χωρίς την συνέργια και την πρόνοια του θεού. Η συντήρηση και κυβέρνηση του σύμπαντος κόσμου συντελείται δια της συνεργίας της θειας δυνάμεως και πρόνοιας μετά των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων και νόμων του κόσμου. Γι’ αυτόν τον λόγο «Οὐ μόνον δημιουργόν θεὸν ἀλλα καὶ προνοίᾳ τὰ πάντα διοικεῖσθαι ἐπιστάμεθα, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ αὐτοῦ μόνου»[12] «Οὐ γὰρ παρήγαγε μόνον τὴν κτίσιν [ο Θεός], ἀλλὰ καὶ παραχθεῖ σαν αὐτὴν συγκροτεῖ…κἂν πάντα ἁπλῶς τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, τῆς προνοίας ἀπολαύει τῆς ἐκείνου· κἂν ἔρημα γένηται τῆς ἐνεργείας ἐκείνης, οἴχεται καὶ διαῤῥεῖ καὶ ἀπόλλυται»[13].
Τίποτα το τυχαίο ή το απρονόητο δεν υπάρχει στον κόσμο. Πρώτα από όλα τα δημιουργήματα δημιουργήθηκαν οι άγγελοι, το όνομα τους είναι δηλωτικό όχι της ουσίας αλλά της ιδιότητας και της διακονίας τους, δηλαδή να αγγέλλει στους ανθρώπους το θέλημα του Θεού. Κατά τον Δαμασκηνό άγγελος είναι «ουσία νοερά, αεικίνητος, αυτεξούσιος, ασώματος, Θεώ λειτουργούσα, κατά χάριν εν τη φύσει το αθάνατον είληφυια»[14]. Οι άγγελοι είναι ασώματοι και αϋλοι απαλλαγμένοι από την φθορά του θανάτου. Ως λογικοί και αυτεξούσιοι οι άγγελοι είναι δυνάμενοι να πράξουν και το αγαθό αλλά και το κακό, κατά κανόνα οι άγγελοι είναι «δυσκίνητοι» προς το κακό αλλά όχι και πάντα «ακίνητοι» προς αυτό, με άλλα λόγια οι άγγελοι «ἔχουσαι μὲν ἐν προαιρέσει τὸ αὐτεξούσιον, οὐδέποτε δὲ ἐκ τῆς τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ προσεδρείας ἐκπίπτουσαι.»[15]. Οι δαίμονες, οι όποιοι δημιουργήθηκαν από τον Θεό ομοίως αγαθοί με τους αγγέλους, όμως αρνήθηκαν τον Θεό και εξέπεσαν από αλαζονεία και έγιναν κακοί, κάνοντας εκουσίως κατάχρηση του αυτεξουσίου τους. Έτσι το έργο των αγαθών αγγέλων είναι η δοξολογία του Θεού, η διακονία του κόσμου, η εκπλήρωση του θειου θελήματος, η προστασία των ανθρώπων και η χρησιμοποίηση αυτών υπό του Θεού ως «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν»[16]. Ώστε «τοῦτο ἀγγέλων λειτουργία, τὸ διακονεῖν τῷ Θεῷ εἰς σωτηρίαν ἡμετέραν»[17]. Των πονηρών αγγέλων έργο είναι ν’ αντιστρατεύονται και να αντενεργούν κατά του θελήματος του Θεού και του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, παρασύροντας αυτούς στην αμαρτία, χωρίς όμως να μπορούν και να εξαναγκάζουν τους λογικούς και ελεύθερους ανθρώπους, δυναμένους αυτεξουσίως «στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου»[18]. Τέλος κατά την διδασκαλία της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου οι ορθόδοξοι αποδίδουν στους αγγέλους απλή τιμή και επίκληση, και όχι την λατρεία που ανήκει ΜΟΝΟ στον Θεό.
  1. Περί του ανθρώπου (Ανθρωπολογία).
Αφού ο Θεός δημιούργησε τον πνευματικό και τον υλικό κόσμο, τελευταίο έπλασε «Ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι»[19] τον εκ πνεύματος και ύλης «σύνθετον»[20] και «μεικτόν» άνθρωπο, «ἐκ δύο οὐσιῶν συστησάμενο»[21], έτσι ώστε να ανήκει μεν κατά την ψυχή ή το πνεύμα του στον πνευματικό κόσμο, κατά δε το σώμα αυτού εις τον υλικό κόσμο, αποτελώντας τον κρίκο που συνδέει τους δυο προδημιουργημένους κόσμους. Ο εκ πνευματικής ψυχής και υλικού σώματος συγκείμενος άνθρωπος αποτελεί το μοναδικό στον κόσμο πνευματοϋλικό και ψυχοσωματικό ον, σε αυτόν τον συνδυασμό ακριβώς έγκειται το απόγειο της δημιουργίας των ορατών όντων και η μεταξύ αυτών υπέροχη του ανθρώπου.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά λοιπόν ο άνθρωπος εμφανίζεται ως το μόνο θεόπλαστο και σχετικός τέλειο και άριστο απάντων των επί της γης δημιουργημάτων, η κορόνα και ο στέφανος της όλης δημιουργίας, και τέλειος μικρόκοσμος εν μέσω του μεγαλόκοσμου και μακρόκοσμου. Η ασύγκριτη αυτή υπέροχη του ανθρώπου νοείται εκ του ότι αυτός δημιουργήθηκε «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» του Θεού[22]. Και «τό μέν κατ’ εἰκόνα τό νοερόν δηλοί καί αὐτεξούσιον, τό δέ καθ’ ὁμοίοσιν τήν τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωσιν»[23].
Αν και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς το «κατ’ εἰκόνα» μπορούμε να πούμε ότι δηλώνει κυρίως, κατά τους Πατέρες της Εκκλησιάς, το νοερό και το αυτεξούσιο, ακόμη δε και το κυρίαρχο και το κοινωνικό, το δε «καθ᾽ ὁμοίωσιν» την δυνατότητα ηθικής εξομοιώσεως προς τον Θεό και κατά χάρη θεώσεως. Και «τό μέν («κατ’ εἰκόνα») τή κτίσει ἐχομεν, τό δέ («καθ᾽ ὁμοίωσιν») ἐκ προαιρέσεως κατορθοῦμεν»[24]. Με άλλα λόγια το «κατ’ εἰκόνα» δόθηκε στον άνθρωπο αποτετελεσμένο δηλαδή ο άνθρωπος πλάσθηκε με νου και ελεύθερη βούληση, ενώ «το καθ’ ὁμοίοσιν» ενυπάρχει εν δυνάμει στον άνθρωπο, είναι δηλαδή εκείνο προς το οποίο πρέπει να οδηγηθεί ο άνθρωπος με καλή χρήση του αυτεξουσίου.
Ο προπτωτικός άνθρωπος (δηλαδή ο άνθρωπος στην αρχέγονη κατάσταση του από την δημιουργία του μέχρι και την πτώση του) ζούσε σε μακαριότητα διαμέσου της κοινωνίας του με την θεια δόξα. Ως έκφραση- εκδήλωση και αποτέλεσμα του «κατ’ εἰκόνα» ήταν η λεγομένη «αρχέγονος δικαιοσύνη» του ανθρώπου, δηλαδή η κυριαρχία αυτού επί των ζώων και πάσης της κτίσεως καθώς και τα δώρα της αρχεγόνου δικαιοσύνης ήτοι 1) η δυνατότητα της αθανασίας, 2) η δυνατότητα της αναμαρτησίας, 3) η αθωότητα, ακακία και αγαθότητα, 4) η απάθεια, αφθαρσία και έλλειψη πόνων και 5) η αληθής θεογνωσία και κατοχή πολλών γνώσεων.
Οι πρωτόπλαστοι παρασυρθέντες υπό του όφεως τ.ε του διαβόλου παρέβησαν την εντολή του Θεού. Η παράβαση αυτή του θελήματος του Θεού συνιστά το ονομαζόμενο προπατορικό αμάρτημα. Τα αποτελέσματα της πτώσεως είχε τα ακόλουθα αποτελέσματα:
1) Την εκδίωξη του ανθρώπου εκ του Παραδείσου (Γεν. 3,23 – 24).
2) Την αχρείωση και αμαύρωση του «κατ’ εἰκόνα», όχι όμως και την πλήρη καταστροφή αυτού.
3) Την απώλεια των λεγομένων δώρων της αρχεγόνου δικαιοσύνης.
4) Τον θάνατο, τον πνευματικό, τ.ε. την διακοπή της κοινωνίας του ανθρώπου μετά του Θεού, τον φυσικό, τ.ε. τον βιολογικό, κατά τον οποίο χωρίζεται η ψυχή από του σώματος, και τον αιώνιον, τ.ε. την ατελεύτη μετά τον φυσικό θάνατο μακράν του Θεού διαβίωση αυτών που έζησαν χωρισμένοι από τον Θεό στον κόσμο και πέθαναν χωρίς να μετανοήσουν.



[1] Ιωάννου Δαμασκηνού, Εκδ, αρθ. Πίστ. Ι,8. Migne P.G. 94, 808/9.
[2] «τούτο μόνον αυτού (του Θεού) καταληπτόν, η απειρία και η ακαταληψία» αυτόθι. Ακόμα : Γρηγορίου Ναζιανζηνού Λόγ. 45,3 «Άπειρον ουν το θείον και δυσθεώρητον, και τούτο πάντη καταληπτόν αυτού μόνον, η απειρία » (Migne P.G. 32.625)
[3] Ιωάννου Δαμασκηνού, αυτόθι σελ. 800
[4] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγ. 25,17 Migne P.G. 35.1221
[5] «Και γάρ εστίν εκ Πατρός φυσικώς, προερχόμενον δι’ Υιού της κτίσει» Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Προσφωνητ. Ταις βασιλίσσαις περι πίστεως Ι,3 Migne P.G. 76, 1204/5
[6] Πρβλ. Μαϊμονιδης, Sefer ha-Manda (Mishneh Tora) εκδ. Διώνη 2006, σσ. 16.
[7] Β’ Μακ. 7,28
[8] Κατά τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο πανάγαθος Θεός «διά τον υπερβάλλοντα πλούτον της αυτού αγαθότητος…εποίησε πρώτον μεν τάς νοεράς και ουρανίους δυνάμεις, είτα τον ορατόν και αισθητόν κόσμον, είτα εκ νοερού και αισθητού τον άνθρωπο» (Ενθ. Αν. ΙV 13. Migne P.G. 94. 1136)
[9] Προβλ. Ωριγένους Κατά Κέλσου 6, 60 Migne P.G. 11.1389 και Μ. Βασιλείου : «Εν δε τη τουτων [όρατων και αορατων] κτίσει εννόησαν μοι την προκαταρκτικήν αιτίαν των γινομένων, τον Πατέρα την Δημιουργικήν, τον Υιόν την τελειωτικήν, το Πνεύμα ώστε βουλήματι μεν του Πατρός τα λειτουργικά πνεύματα [και τα πάντα] υπάρχειν, ενέργεια δε Υιού εις το είναι παράγεσθαι, παρουσία δε του Πνεύματος τελειουσθαι… Αρχή γαρ των όντων μια [ο Πατήρ], δι’ Υιού δημιουργουσα, και τελειούσα εν Πνέυματι». (Περί Αγ. Πνεύματος 16,38 Migne P.G. 32,136)
[10] Γεν. 1,31
[11] Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον ΙΙ, 17. Migne P.G. 6, 1080
[12] Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον ΙΙΙ, 9. Migne P.G. 6, 1133
[13] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον παραλυτικόν, ομιλ. 12, 4. Migne P.G. 48
[14] Ιωάννου Δαμασκηνού, Ενθ, αν. ΙΙ, 3. Migne P.G. 94, 865.
[15] Μ. Βασιλείου, Περί Αγ. Πνεύματος 16, 18. Migne P.G. 32, 137.
[16] Έβρ. 1, 14.
[17] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Έβρ. Ομιλ. 3, 2. Migne P.G. 63, 30.
[18] Έφεσ. 6, 11.
[19] Μ. Βασιλείου, Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν 6. Migne P.G. 31, 253.
[20] Μ. Βασιλείου, Εις Ησαϊαν 1, 13 και Ψαλμ. 32, 6. Migne P.G. 30, 140 και 29, 337.
[21] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Γέν. ομιλ. 14, 5. Migne P.G. 53, 117.
[22] Γεν. 1, 26.
[23] Ιωάννου Δαμασκηνού, μν. Ε. ΙΙ, 12. Migne P.G. 94, 920.
[24] Γρηγορίου Νύσσης, Εις τα της Γραφής ρήματα «ποιήσωμεν..ομοίωσιν». Migne P.G. 44, 273.

Δεν υπάρχουν σχόλια: